Sonntag, 27. Oktober 2013


Γιώργος Λίλλης: «Μπορούμε να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος μόνο όταν είμαστε έτοιμοι να κάνουμε αυτοκριτική» 23/07/2012  [00:00]

Γιώργος Λίλλης: «Μπορούμε να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος μόνο όταν είμαστε έτοιμοι να κάνουμε αυτοκριτική»


Συνέντευξη στην Κρίστυ Κουνινιώτη
Το «Πέρασμα» του Κόρμακ Μακ Κάρθυ στάθηκε η αφορμή για να στραφεί στην πεζογραφία μετά από πέντε ποιητικές συλλογές. Ετσι προέκυψαν τα «Ιχνη στο χιόνι», μέσω των οποίων θέλησε να εστιάσει στις οριακές καταστάσεις που οδηγούν τους ανθρώπους στη βία. Ο Γιώργος Λίλλης, μιλώντας στην «ΠτΚ», θυμάται τον γέροντα που τον ενέπνευσε να γράψει το μυθιστόρημά του, αναφέρεται στα λάθη του παρελθόντος αλλά και σ' αυτά του σύγχρονου Ελληνα, επισημαίνει τη σημασία της αυτοκριτικής αλλά και της ευσυνειδησίας που οφείλουμε να έχουμε ως πολίτες. Από τους δε πολίτες της γενέτειράς του Γερμανίας, όπου και γεννήθηκε, ομολογεί ότι του λείπει ο ελληνικός ήλιος.
Εμφανιστήκατε στον χώρο της λογοτεχνίας με μια ποιητική συλλογή, την οποία ακολούθησαν άλλες τέσσερις. Τι σημαίνει για σας η ποίηση;
Αγαπώ την ποίηση γιατί εισχωρεί στα έγκατα της ψυχής και ανασταίνει χαμένα συναισθήματα. Για μένα δεν έχει τόσο σημασία το να γράφει κάποιος ποιήματα, αλλά να ζει ποιητικά. Που σημαίνει να αντιστέκεται σε ό,τι φθείρει το συναίσθημα και το εγκλωβίζει σ' έναν παγερό ρεαλισμό. Η ποίηση με έχει βοηθήσει να ανακαλύψω τον εαυτό μου γιατί πάνω από όλα αποτελεί έναν καθρέφτη που δεν ψεύδεται.

Κι ύστερα ήρθαν τα «Ιχνη στο χιόνι». Πώς αποφασίσατε να περάσετε στην πεζογραφία;
Στράφηκα στην πεζογραφία γιατί βρισκόμουν καλλιτεχνικά σ' ένα μεταβατικό στάδιο, θέλοντας να δοκιμάσω την φωνή μου σ' ένα διαφορετικό είδος, το οποίο με κέντριζε, γιατί θα έπρεπε να το διαχειριστώ με άλλα μέτρα και σταθμά από αυτά που γνώριζα μέχρι τότε. Πάρτε το, δηλαδή, και σαν μια πρόκληση για κάτι καινούργιο. Μια προσπάθεια να ανοίξω τους ορίζοντες έκφρασής μου, μια προσωπική αναμέτρηση με την τέχνη του λόγου.


Θέμα του μυθιστορήματός σας η εποχή του Εμφυλίου, όπως την έζησε και τη διηγείται ο ήρωάς σας Περικλής, γιος αντάρτη, που 10χρονο παιδάκι, έγινε μάρτυρας της θηριώδους θανάτωσης των γονιών του από τον Εθνικό Στρατό. Τι σας ώθησε σ' αυτή την επιλογή;
Η ιδέα για το μυθιστόρημα αυτό ξεκινά πολύ παλιά, όταν ήμουν δεκαοχτώ χρονών. Σ' ένα ταξίδι μου στην ορεινή Αιτωλία είχα γνωρίσει τον Περικλή, ο οποίος μου αφηγήθηκε την ιστορία της ζωής του. Εκείνη την εποχή δεν είχα φανταστεί ότι κάποτε θα έγραφα ένα μυθιστόρημα που θα βασίζονταν σ' εκείνο το περιστατικό, παρ' όλα αυτά δεν ξέχασα τον Περικλή. Η ζωή του μου κέντρισε το ενδιαφέρον να σκεφτώ πάνω στα σοβαρά διλήμματα του ανθρώπου, τι είναι τελικά αυτό που μας ωθεί στο να πράττουμε το κακό. Το μυθιστόρημα εστιάζει πάνω στις οριακές καταστάσεις που οδηγούν τους ανθρώπους στη βία.

Ο έτερος κεντρικός σας χαρακτήρας, ένας φοιτητής Πολιτικών Επιστημών που κάνει το διδακτορικό του για τον Εμφύλιο, βασισμένος στις αφηγήσεις του ηλικιωμένου πια Περικλή. Τι θελήσατε να τονίσετε με αυτό το αντάμωμα του χθες με το σήμερα;
Ηθελα μ' αυτό τον τρόπο το μυθιστόρημα να έχει ένα αντικαθρέφτισμα στο σήμερα. Δεν με ενδιέφεραν μόνο τα γεγονότα που συνέβησαν τότε, αλλά το πιο σημαντικό να βρω ένα τρόπο να τα επαναφέρω στην επιφάνεια, σχολιάζοντάς τα. Σαν μια μελέτη που πραγματεύεται την απώλεια. Ο φοιτητής είναι η φωνή του σήμερα. Γνωρίζει τον Περικλή λίγο πριν τον θάνατό του και καθώς γίνονται φίλοι, αποφασίζουν να ταξιδέψουν μαζί στα μέρη που συνέβησαν τα γεγονότα. Στη διάρκεια του ταξιδιού ο Περικλής κάνει έναν απολογισμό της ζωής του, γεγονός που βοηθά τον νεαρό να αξιολογήσει και τη δική του ζωή. Μπορούμε να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος μόνο όταν είμαστε έτοιμοι να κάνουμε αυτοκριτική.

Εχοντας βιώσει στο πετσί του τις αγριότητες και τις συνέπειές τους, ο Περικλής, τον έχει κάνει τον απολογισμό αυτό και την αυτοκριτική του. «Οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει από τα λάθη τους, συνεχίζουν να είναι στυγνοί και βίαιοι» διαπιστώνει. Φανατισμός και σαρκοβόρα φύση τιθασεύονται;
Δυστυχώς, δεν τιθασεύονται. Ο άνθρωπος δεν έχει μάθει από τα λάθη του. Εχουν γίνει τόσες φρικαλεότητες στο διάβα της ανθρώπινης ιστορίας και παρ' όλα αυτά αισθάνομαι πως είμαστε ακόμα βάρβαροι. Είναι τραγικό, εμείς που έχουμε καταφέρει να κάνουμε τη ζωή μας τόσο ενδιαφέρουσα, είμαστε οι ίδιοι που με τόση ευκολία την καταστρέφουμε. Είναι ανεξήγητο το φαινόμενο αυτό, αν σκεφθεί κανείς τα τόσα επιτεύγματά μας, τη δημιουργικότητα έτσι όπως εκφράζεται σε έργα τέχνης ανυπέρβλητης ομορφιάς, παράλληλα με την απληστία, την αγριότητα και το μίσος που μας διακατέχει. Μελετώντας την εποχή του Εμφυλίου διαπίστωσα για μια ακόμη φορά μέχρι που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Κυνηγοί κεφαλών, διχόνοιες, λεηλασίες, δολοφονίες εν ψυχρώ, εξορίες, στρατόπεδα συγκέντρωσης.


«Η ωριμότητα πηγάζει από τον σεβασμό μας στον άνθρωπο και από την αγάπη μας προς τη φύση και το περιβάλλον στο οποίο ανήκουμε» γράφετε. Τι μας εμποδίζει να κατακτήσουμε αυτή την ωριμότητα;
Είμαστε μέρος της φύσης. Αποτελούμε αναπόσπαστο κομμάτι της. Δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε αυτό γιατί θα αποβεί μοιραίο για την ίδια μας την επιβίωση. Η ωριμότητα του καθενός θα φανεί από τον τρόπο που διακρίνουμε αυτή τη σύνδεση και κατά πόσο αυτή επηρεάζει τον τρόπο που ζούμε.

ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Γεννηθήκατε στη Γερμανία, επιστρέψατε στην Ελλάδα και ξαναγυρίσατε στον γενέθλιο τόπο σας. Σε ποιον τρόπο ζωής νιώθετε πιο κοντά, «σαν στο σπίτι σας», αν θέλετε;
Λέγεται ότι οι πρόγονοί μου ήταν Καραγκούνηδες που επέστρεψαν στην Ελλάδα από τη Ρουμανία μετά την Τουρκοκρατία, όπου εγκαταστάθηκαν στο Ξηρόμερο της Ακαρνανίας. Το αναφέρω αυτό γιατί ήταν περιπλανώμενος λαός, πράγμα που ίσως να με έχει επηρεάσει. Γεννήθηκα στο Μπίλεφελντ της Γερμανίας, πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στην Αθήνα, τα εφηβικά μου στο Αγρίνιο και στα 22 μου έφυγα πάλι για Γερμανία, λες και κάτι με ωθούσε να επιστρέψω στον τόπο που γεννήθηκα, κλείνοντας έναν κύκλο ζωής.

Ζείτε σε μια χώρα, που δεν διάκειται ιδιαίτερα ευνοϊκά έναντι της χώρας μας. Εσείς, ως Ελληνας τι εισπράττετε από τους πολίτες της;
Στην αρχή μας αντιμετώπισαν με επιφυλακτικότητα, τώρα πια είναι σχεδόν όλοι με το μέρος μας. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν εκθειάσει την προσπάθεια των Ελλήνων που έχουν συσπειρωθεί για να αντιμετωπίσουν την κρίση.

Πώς σας φάνηκαν τα αποτελέσματα των εκλογών και τι θα θέλατε να δείτε να αλλάζει στη χώρα μας;
Είναι πολύ νωρίς για να βγάλει κάποιος συμπεράσματα. Το πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μου είναι να γίνουμε πιο ευσυνείδητοι πολίτες. Να πάψουμε να βλέπουμε κοντόφθαλμα. Οι συνθήκες είναι δύσκολες, αλλά ο Ελληνας που έζησα τα τελευταία χρόνια ήταν ένας εγωπαθής υλιστής, πράγμα που δεν ταίριαζε με τη φιλοσοφία και τη στάση ζωής αυτού του λαού. Παρασυρθήκαμε και πληρώνουμε. Τώρα όμως βλέπω μια ριζική αλλαγή, πράγμα που δίνει ελπίδες ότι μαθαίνουμε από τα λάθη μας.

Ποίησή σας («Στο σκοτάδι μετέωρος») έχει μεταφραστεί στα Γερμανικά. Προβλέπεται ανάλογη πορεία για τα «Ιχνη στο χιόνι»;
Υπάρχουν σχέδια για τη μετάφραση του βιβλίου. Ηδη ο εκδοτικός οίκος Suhrkamp έδειξε ενδιαφέρον.

-Είναι φανατικός αναγνώστης. Πέραν αυτού, του αρέσει πολύ η πεζοπορία στα βουνά. Επίσης η φωτογραφία.

-Ελληνες ή ξένοι λογοτέχνες που τον επηρέασαν: «Ο Καβάφης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος έχουν τα πρωτεία. Ομως υπάρχουν κι άλλοι, όπως ο Σαχτούρης, ο Καρούζος, ο Γκάτσος που με έχουν επηρεάσει όχι μόνο με τον τρόπο γραφής τους, αλλά κυρίως με την στάση ζωής που είχαν. Από ξένους βάζω πρώτο τον Κόρμακ Μακ Κάρθυ, γιατί εξαιτίας της ανάγνωσης του «Περάσματος» άρχισα να γράφω πεζό. Ακολουθούν ο Ρίλκε, ο Εσσε, ο Κέρτες, ο Χέμινγουεϊ κ.ά.».

-Από τη Ελλάδα τού λείπει: «Ο ήλιος. Στη Γερμανία είναι πολυτέλεια οι μέρες με ηλιοφάνεια».

-Περιοχές που θέλει να επισκέπτεται όταν βρίσκεται στην Ελλάδα;
«Την Ευρυτανία. Εχω αγαπήσει την ορεινή αυτή περιοχή όσο καμία άλλη. Το Αγρίνιο, έχω αρκετούς φίλους εκεί και φυσικά την Σάμο-τόπος καταγωγής της γυναίκας μου. Αν και δεν είμαι φανατικός με τη θάλασσα, έχω αγαπήσει τη Σάμο γιατί έχει διαφυλαχθεί εκεί η άγρια ομορφιά που σπάνια υπάρχει σε άλλα νησιά, τα οποία έχουν παραμορφωθεί από τον τουρισμό» απαντά.
-Εδώ και ένα χρόνο περίπου έχει αρχίσει να γράφει το δεύτερο μυθιστόρημά του. Επίσης έχει έτοιμη μια ποιητική συλλογή, τη «Μικρή Διαθήκη», που ευελπιστεί ότι θα εκδοθεί σύντομα.

Αφροδίτη Δημοπούλου,, www.diavasame.gr, Ιούνιος 2012

Το αστείρευτο πηγάδι της μνήμης

Υπάρχουν γεγονότα, εμπειρίες και βιώματα που είναι καθοριστικά σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Όσος χρόνος και να περάσει κάποιος θα γυρίσει προς τα πίσω και θα τα σκαλίσει, θα τα ψάξει και θα ξανάρθουν στην επιφάνεια το ίδιο ζωντανά όπως τη στιγμή που συνέβησαν. Το μυθιστόρημα του Γιώργου Λίλλη είναι μια τέτοια δουλειά, μια επίσκεψη στο παρελθόν την εποχή του εμφυλίου πολέμου.
Το Μάρτιο του 1948, ο δεκάχρονος Περικλής γίνεται μάρτυρας της φρικτής δολοφονίας των γονιών του από τους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού. Ένας αντάρτης, ο Αντρέας, αναλαμβάνει να πάει το παιδί στο μοναδικό του συγγενή, ένα θείο του στη Λαμία. Καθώς δεν μπορούν να ταξιδέψουν ελεύθερα παίρνουν το δρόμο μέσα από τα βουνά της Ευρυτανίας. Εκεί, ο Περικλής σχεδόν υιοθετείται από την ομάδα των ανταρτών που προσπαθούν να τον προστατέψουν, ενώ στο πρόσωπο της αντάρτισσας Μαρίας θα βρει μια δεύτερη μητέρα. Όταν τους συλλαμβάνουν τελικά, θεωρώντας ότι έχουν συγγένεια, στέλνουν τον Περικλή μαζί με τη Μαρία στη Μακρόνησο, όπου παραμένουν μέχρι το θάνατο της τελευταίας. Το ταξίδι του μικρού αγοριού συνεχίζεται μέσα από το ορφανοτροφείο μέχρι να έρθει η ώρα να φτάσει στη Λαμία και στο θείο του.
Την ιστορία αυτή την αφηγείται ο ηλικιωμένος Περικλής σε ένα νεαρό ερευνητή, καθώς ταξιδεύουν στα μέρη όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα. Τα κεφάλαια εναλλάσσονται: σε ορισμένα υπάρχει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Περικλή και σε άλλα η τριτοπρόσωπη αφήγηση των γεγονότων τη στιγμή που συνέβαιναν. Με γλώσσα απλή, αλλά δυνατή και γεμάτη εικόνες από τη σκληρή ζωή των ανταρτών, ο συγγραφέας κάνει ένα ταξίδι στα δύσβατα μονοπάτια της Ευρυτανίας. Με γρήγορο ρυθμό και χωρίς περιττές λεπτομέρειες παρουσιάζει έναν αγώνα χωρίς ελπίδα για επιβίωση και δημιουργεί χαρακτήρες που είναι εξαιρετικά συμπαθείς, παρά τη σκληρή τους φύση.
Πρέπει να τονιστεί ότι ο ηλικιωμένος Περικλής είναι ένας ισορροπημένος χαρακτήρας που έχει συναίσθηση της πραγματικότητας και παρά την εμπειρία του στο βουνό και αργότερα στο κομμουνιστικό κόμμα, δεν φοράει παρωπίδες. Η παραδοχή του ότι λάθη και εγκλήματα γίνανε και από τις δυο πλευρές είναι το μεγαλύτερο μάθημα που μπορεί να προσφέρει στο νεαρό ερευνητή. Η προσωπική του ιστορία είναι σκληρή, τον σημάδεψε και άργησε πολύ να συνέλθει, αλλά τελικά τον δίδαξε να διακρίνει το σωστό από το λάθος και να βρίσκει τη ζωή μέσα από την αγάπη που παίρνει και προσφέρει.

Samstag, 26. Oktober 2013

το Αίθριο του Πανδοχείου, 90. Γιώργος Λίλλης

Περί γραφής
Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του βιβλίου σας;
Τα Ίχνη στο χιόνι ακολουθούν την ζωή ενός αγοριού από την στιγμή που οι γονείς του δολοφονούνται στην διάρκεια του εμφυλίου. Εξήντα χρόνια αργότερα ένας φοιτητής που κάνει το διδακτορικό του για τις επιπτώσεις που είχε ο πόλεμος στα παιδιά, θα ωθήσει τον ηλικιωμένο πια πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος να θυμηθεί εκείνα τα γεγονότα. Ταξιδεύουν μαζί στα ίδια μέρη και του αφηγείται όσα συνέβησαν τότε. Είναι ένα ταξίδι απολογισμού, τι χάθηκε και τι κερδήθηκε όλα αυτά τα χρόνια. Ο εμφύλιος δεν είναι το κύριο θέμα του βιβλίου, έχουν γραφτεί πολλά για το θέμα αυτό. Παρακολουθώ πως φθείρονται τα ιδανικά μέσα στο χρόνο. Τον ίδιο τον άνθρωπο που αγωνίζεται να σώσει την ψυχή του.
Θα μας κάνετε μια μικρή παρουσίαση – εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά ή για όσα κρίνετε (είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν);
Το πρώτο μου βιβλίο, Το Δέρμα της νύχτας, εκδόθηκε από την Οδός Πανός το 1999. Εκείνα τα ποιήματα, μαζί με την δεύτερη ποιητική συλλογή, Η χώρα των κοιμωμένων υδάτων, από τις εκδόσεις του Μανδραγόρα, έχουν μόνο συναισθηματική αξία, μιας και φαίνεται ξεκάθαρα η ανωριμότητα της γραφής μου. Αργότερα έμαθα πως η ποίηση δεν είναι παρά μια επίπονη εργασία και πρέπει να την αντιμετωπίσεις με τον ανάλογο σεβασμό. Το 2003 εκδόθηκε το Σκοτάδι μετέωρος, από το Μελάνι όπου άρχισα να κατακτώ την φωνή μου.
Το 2008 από τον Κέδρο, Τα όρια του λαβύρινθου, ένα έργο που ακόμα στέκει, καθώς προστρέχω σ’ αυτό, πράγμα που δεν μπορώ να πω για τα προηγούμενα έργα μου. Με τα Όρια του λαβύρινθου τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Υπήρξαν εξ αρχής οι προθέσεις για το που ήθελα να κινηθώ γλωσσικά. Επιθυμούσα να ξεφύγω από την ήδη κατακτημένη φωνή του προηγούμενου βιβλίου, και θέλοντας να δοκιμαστώ σ’ ένα καινούριο είδος γραφής, έστρεψα την προσοχή μου σ’ έναν επίπεδο λόγο, χωρίς καλολογικά στοιχεία. Στο ενδιάμεσο μετέφρασα Ινδιάνους ποιητές που εκδόθηκαν από τον Γαβριηλίδη και τον Γερμανό ποιητή Ντουρς Γκρίμπαϊν, στον Κέδρο. Κι ένα παραμύθι, Τα δυο αγαπημένα ιπποκαμπάκια, γραμμένο για την νεογέννητη τότε κόρη μου.
Έχετε γράψει πεζογραφία και ποίηση. Θα συνεχίσετε να ισορροπείτε ανάμεσα στα δύο; Βλέπετε κάποιο να επικρατεί του άλλου;
Θα συνεχίσω να γράφω πεζογραφία. Ερωτευμένος όμως είμαι με την ποίηση. Ήδη έχω έτοιμη μια συλλογή, που θα εκδοθεί κάποια στιγμή.
Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Όσο και να σας φανεί παράξενο, όταν έγραφα το μυθιστόρημα το έβλεπα σαν ταινία μπροστά στα μάτια μου. Η φαντασία παίζει σημαντικό ρόλο στο τρόπο που γράφω. Και η παρατήρηση. Με την ποίηση η διαδικασία είναι διαφορετική. Δεν μπορώ να το εξηγήσω απόλυτα, αλλά νομίζω πως καταγράφω σκέψεις που προκαλούν τα συναισθήματά μου.
Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Στην συγγραφή του μυθιστορήματος ακολούθησα ωράριο. Από το πρωί στις εφτά, μέχρι το μεσημέρι. Γράφω απευθείας στον υπολογιστή και πάντα με μουσική υπόκρουση. Αν και μου αρέσει γενικά η ροκ, όταν γράφω ακούω σάουντρακ συνήθως. Τα ποιήματα από την άλλη, τα γράφω όταν έχω διάθεση, δεν βασίζομαι σε ωράρια, πάντα όμως με μουσική υπόκρουση. Μετά φυσικά τα επεξεργάζομαι, μια διαδικασία που παίρνει χρόνια. Για παράδειγμα τα Όρια του λαβύρινθου τα δούλευα έξι χρόνια. Το Φαγιούμ, ένα εκτενές ποίημα της συλλογής, χρειάστηκε να το γράψω πολλές φορές. Έχω στο συρτάρι, 22 διαφορετικές εκδοχές του ποιήματος. Αλλά και το μυθιστόρημα το δούλεψα πολύ. Αρχικά είχα γράψει 500 σελίδες, αλλά όταν άρχισα να το δουλεύω πέταξα κάθε τι περιττό.
Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Σπάνια. Μια σειρά ποιημάτων τα έγραψα στην Σάμο, όταν ήμουν εκεί διακοπές, αλλά αυτό έγινε κατά τύχη, απλά συνέβη γιατί εμπνεύστηκα.
Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;
Του Μπρους Τσάτουϊν. Έζησε μια περιπετειώδη ζωή. Ζηλεύω τα ταξίδια του στην Παταγονία και την Αυστραλία.
Ασχολείστε με την κριτική λογοτεχνίας. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Σας κλέβει συγγραφικό χρόνο ή εξαργυρώνεται με κάποιο τρόπο;
Δεν θα παρουσίαζα τον εαυτό μου ως κριτικό, αλλά ως αναγνώστη. Είναι σημειώσεις που κάνω για βιβλία που με άγγιξαν, που ένιωσα μια συγγένεια, που με ώθησαν να τα μελετήσω. Είναι αλήθεια πως τώρα τελευταία δεν γράφω κριτικά σημειώματα όσο θα ήθελα, παρ΄ όλα αυτά προσπαθώ να παρακολουθώ τις νέες εκδόσεις.
Περί ανάγνωσης
Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.
Κόρμακ Μακ Κάρθυ. Κορυφαίος. Έρμαν Έσσε. Η μεγάλη μου αγάπη. Με επηρέασε τόσο που εξαιτίας των βιβλίων του άρχισα να γράφω. Αντόνιο Ταμπούκι. Για την απλότητα και την μαγεία του. Άλμπερ Καμύ. Για την φιλοσοφική του διάσταση. Ντοστογιέφσκι, για την τραγικότητά του. Από ποιητές, ο Μοντάλε, ο Έλιοτ, ο Άσμπερυ. Κι από Έλληνες, ο Γονατάς, ο Ρίτσος, ο Ελύτης.
Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.
Για ποιον χτυπά η καμπάνα, του Χεμινγουέι, η Αμοργός του Γκάτσου, το Χρονικό του μοναστηριού του Σαραμάγκου, ο γλάρος Ιωνάθαν του Μπαχ, η Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση, η Θάλασσα του Μπάνβιλ, η Τέταρτη διάσταση του Ρίτσου, το Πέρασμα του Κόρμακ Μακ Κάρθυ, το Λεξικό των Χαζάρων, του Πάβιτς, το Πράσινο σπίτι του Λιόσα, τα Εκατό χρόνια μοναξιά του Μάρκες.
Αγαπημένα σας διηγήματα.
Του Δημήτρη Χατζή και του Ίταλο Καλβίνο.
Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;
Από τους ποιητές ο Βασίλης Ρούβαλης, ο Γιάννης Ευθυμιάδης, ο Σωτήρης Σελαβής, και η Γεωργία Τρούλη. Από τους πεζογράφους ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο Γιώργος Ξενάριος, ο Χρήστος Χρυσόπουλος, ο Χρήστος Αστερίου, ο Μιχάλης Μοδινός.
Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.
Ο Δον Κιχώτης.
Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;
Παλιότερα η Ποίηση του Χάρη Βλαβιανού που έκδιδε η Νεφέλη. Έμαθα πολλούς ποιητές που αγνοούσα. Και το Εντευκτήριο του Γιώργου Κορδομενίδη για την υψηλή του αισθητική.
Περί μετάφρασης
Μιλήστε μας για τα βιβλία που μεταφράσατε. Πώς τα ζήσατε, πώς θα τα συστήνατε στον αναγνώστη;
Δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής. Μετέφρασα Ινδιάνους ποιητές γιατί μου αρέσει πολύ η κουλτούρα τους. Όσο για τον Ντουρς Γκρίνμπαϊν, το βιβλίο, Του χιονιού ή ο Ντεκάρτ στη Γερμανία, είναι ένα βιβλίο που αγαπώ πολύ και ήθελα οπωσδήποτε να το διαβάσω και στην μητρική μου γλώσσα.
Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει;
Ο μεταφραστής επεμβαίνει στο κείμενο με την διαίσθησή του. Βέβαια οφείλει να αγαπήσει το κείμενο, γιατί αν δεν υπάρχει αυτή η σχέση, τότε η μετάφραση του θα είναι ψυχρή. Συνεργάστηκα με τον Γκρίνμπαϊν, γίναμε φίλοι μέσω αυτής της συνεργασίας και αυτό με βοήθησε να κατανοήσω γιατί γράφει όπως γράφει και ποιες είναι οι προθέσεις του.
Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να αναμετρηθείτε;
Με τα ποιήματα του Έρμαν Έσσε.
Τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;
Δεν χρειάζεται ο μεταφραστής να πάρει την θέση του συγγραφέα. Νομίζω ότι το ξέρει από την αρχή πως η εργασία του είναι μια αφανής υπόθεση. Και αυτό δεν είναι κακό. Η αφάνεια κρύβει ανιδιοτέλεια, αγάπη για το έργο και τον συγγραφέα.
Από την άλλη οι επιμελητές και διορθωτές τίθενται σε ακόμα μεγαλύτερη «αφάνεια». Τι προβλήματα παρουσιάζει η συνεργασία μαζί τους και ποια θα ήταν η ιδανικότερη μορφή της;
Υπήρξα τυχερός πάνω σ’ αυτό. Η επιμελήτριά μου, η Ελένη Μπούρα με καθοδήγησε ουσιαστικά να δω τις ατέλειες του βιβλίου και να δουλέψω πάνω σ’ αυτές. Ο επιμελητής παίζει καίριο ρόλο στην ολοκλήρωση ενός έργου. Την Ελένη την εμπιστεύομαι απόλυτα. Βέβαια, πρέπει να είσαι έτοιμος να δεχθείς κριτική, να είσαι διατεθειμένος να ακούσεις συμβουλή. Οι επιμελητές είναι οι αφανείς ήρωες των βιβλίων.
Περί αδιακρισίας
Πώς βιοπορίζεστε;
Έχω κάνει διάφορες δουλειές μέχρι τώρα. Στο Αγρίνιο ασχολήθηκα με την γεωργία. Στην Γερμανία, δούλεψα στην αρχή σε κρεοπωλείο, μετά σε οικοδομές, και τα τελευταία χρόνια είμαι αρτοποιός. Όπως καταλαβαίνεται έχω μια τάση προς τις χειρωνακτικές εργασίες και δεν ντρέπομαι γι’ αυτό, αν και δεν ταιριάζει με την γενική εικόνα ενός συγγραφέα όπως θέλουν να τον πλασάρουν τα μίντια. Είμαι αυτοδίδακτος γραφιάς.
Τι διαβάζετε και τι γράφετε αυτό τον καιρό;
Διαβάζω συγχρόνως τις Ιστορίες του Χαλ του Γιώργου Μητά, τον Κοχλία της Ναταλίας Κατσού, και το Χιόνι του Παμούκ, αλλά δεν γράφω τίποτα.
Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;
Θέατρο πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν παρακολουθώ. Αλλά μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος. Με έχει εμπνεύσει η ταινία Into the Wild του Σον Πεν. Με επηρέασε βαθιά η ιστορία αυτού του νεαρού που αποφάσισε να εγκαταλείψει καριέρα για να πάει να ζήσει στην Αλάσκα. Και ο Δρόμος, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Κόρμακ Μακ Κάρθυ. Οι Ώρες, συγκλονιστική ταινία του Στίβεν Ντάλντρι και τα 21 γραμμάρια του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου.
Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;
Στο Facebook γνώρισα πολλούς ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα και στην συνέχεια γίναμε φίλοι. Όσο για τα blog, είναι πράγματι οάσεις πολιτισμού, γι΄ αυτό τα παρακολουθώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της μεταφραστικής ή της αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;
Αμέσως.
Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!
Μήπως εγώ σας απογοήτευσα; Γιατί εσείς με τίποτα.
Εικονιζόμενοι συνομιλητές του φιλοξενούμενου: Cormac McCarthy, Bruce Chatwin, Herman Hesse, Εugenio Montale, Albert Camus.

Dienstag, 11. Juni 2013

Το βιβλίο της εβδομάδας

Γιώργος Λίλλης, Ίχνη στο χιόνι (εκδ. Μεταίχμιο)


Η εργασία αυτή δείχνει ότι κάποιος συγγραφέας μπορεί ακόμα και σήμερα να καταπιαστεί με το θέμα-ταμπού του εμφύλιου γιατί όσο επεκτείνεται η χρονική απόσταση από τα γεγονότα αυτά τόσο πιο ξεκάθαρη μπορεί να είναι μια κριτική εξιστόρησή τους.
Στο βιβλίο αυτό, ο Περικλής Αδάμος είναι ο κύριος πρωταγωνιστής και αφηγητής, που έζησε τον εμφύλιο όχι ως ενήλικας αλλά ως παιδί. Έχουμε δύο παιδιά που το ένα ξεναγεί το άλλο και μας καλούν να ξεναγηθούμε στην εποχή εκείνη, καλώντας μας να αφήσουμε στην άκρη τις δικές μας ερμηνείες ή απωθημένα.
Οι γονείς του δεκάχρονου Περικλή Αδάμου δολοφονήθηκαν στις 2 Μαρτίου 1948. Αυτή είναι η πρώτη φράση του βιβλίου, μια πρόταση δωρικής λιτότητας, το κεντρικό τραύμα της ζωής του ήρωα, που τα λόγια είναι αδύναμα να περιγράψουν, εξάλλου και εκείνο το μικρό παιδί έχασε στην κυριολεξία τη λαλιά του για μήνες. Βουβό τον περιμάζεψαν οι γείτονες, βουβός εξακολουθούσε να ακολουθεί τον σωτήρα του που υποχρεώθηκε να τον πάρει μαζί του στο βουνό και να τον εκθέσει αναπόφευκτα σε όλες τις εκδοχές της φρίκης. Κι αν βρήκε βέβαια κάποτε τη μιλιά του ο Περικλής, εξακολουθούσε να έχει θαμμένα στη σιωπή τα γεγονότα εκείνα. Σε κανένα δεν είχε μιλήσει γι’ αυτά, μέχρι να νιώσει στα 70 του χρόνια τον θάνατο να πλησιάζει και να αποφασίσει έτσι να παραδώσει ένα είδος διαθήκης. Ο Περικλής λοιπόν διασώζεται από τους κυνηγούς της οικογένειάς του αλλά σμίγει με τους επίσης κυνηγημένους αντάρτες και τους ακολουθεί στα λημέρια, τις ενέδρες, τις συμπλοκές, τις φυγές τους. Μαζί τους θα αντικρύσει το θανατικό σε όλες του τις μορφές: Αυτούς που πέφτουν από βόλι στις συμπλοκές, αυτούς που αρρώστησαν βαριά, εκείνους που εκτελέστηκαν ατομικά, άλλους που έπεσαν θύματα μαζικών σφαγών και αντιποίνων. Κρεμάλες, αποκεφαλισμοί, αποσπάσματα, στρατιώτες και γυναικόπαιδα. Οι βαναυσότητες ήταν αμοιβαίες, και από τα δύο στρατόπεδα.
Ο Γιώργος Λίλλης μας ξεναγεί σ’ αυτό το θανατερό σκηνικό, με έναν ρεαλισμό που σου σφίγγει το στομάχι. Ο θάνατος δεν ακολουθείται από θρήνους, ούτε κανονικές κηδείες ή ταφές. Ήταν τότε ένα ολόγυμνο γεγονός, πρακτικής φύσης. Ο Γιώργος Λίλλης μας κρατά συντρόφους σ αυτό το ιστορικό και ανθρώπινο οδοιπορικό, με μια αφήγηση που ρέει με φυσικότητα, με γλώσσα απλή, χωρίς περιττά στολίδια- αυτά που ιστορεί δεν χρειάζονται ενίσχυση. Γράφει ρεαλιστικά, με κινηματογραφική ζωντάνια και μας ξεναγεί όχι μόνο στα γεγονότα μα και στους τόπους.
«Να μάθεις να αγαπάς» λοιπόν, αυτό είναι το τελικό επιμύθιο του άρρωστου εβδομηντάχρονου που γύρεψε στα στερνά του να ξανασυναντήσει τον δεκάχρονο εαυτό του, πριν κινήσει να συναντήσει την πεθαμένη γυναίκα του. Ένα ταξίδι προσωπικά υπαρξιακό, γεμάτο όμως από ιστορίες και Ιστορία. Ο Γιώργος Λίλλης ψηλαφεί μια από τις πιο πονεμένες περιόδους της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας, με αρκετή απόσταση ώστε να μην εμπλέκεται, πολύ κοντά όμως στον πόνο και τα ερωτήματα ενός αυτόπτη μάρτυρα, και μαζί όλων όσων νοιάζονται για τον άνθρωπο και τους ανθρώπους, ιδιαίτερα τώρα, σε μια νέα κρίσιμη περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας.

Book review: Ίχνη στο χιόνι – Γιώργος Λίλλης

Book review:  Ίχνη στο χιόνι – Γιώργος Λίλλης
Μάρτιος 1948. Ένα δεκάχρονο παιδί, ο Περικλής, θα γίνει μάρτυρας της δολοφονίας των γονιών του από τον Εθνικό Στρατό. Υποχωρώντας οι αντάρτες τον παίρνουν μαζί τους για να τον παραδώσουν σε συγγενικό του πρόσωπο.

Από την Τέσυ Μπάιλα

Μάρτιος 1948. Ένα δεκάχρονο παιδί, ο Περικλής, θα γίνει μάρτυρας της δολοφονίας των γονιών του από τον Εθνικό Στρατό. Υποχωρώντας οι αντάρτες τον παίρνουν μαζί τους για να τον παραδώσουν σε συγγενικό του πρόσωπο. Μέσα από τα βουνά ο Περικλής θα ζήσει την ολοκληρωτική καταστροφή της αντάρτικης ομάδας, θα χάσει τους ανθρώπους που τον προστατεύουν και από κει θα φτάσει στην Μακρόνησο. Εξορία, αντάρτικο, πόνος, σφαγές, απώλειες και ζωές ανεπίλυτα μπλεγμένες στα γρανάζια της ιστορίας και μάλιστα στη χειρότερη μεταπολεμική περίοδο που χαρακτήρισε την μετεξέλιξη της χώρας, τα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού. Ο Περικλής, εξήντα χρόνια μετά επιστρέφει στην πατρίδα του με έναν φοιτητή που δουλεύει το διδακτορικό του πάνω σε αυτό το θέμα. Η αφήγηση ισορροπεί ανάμεσα στις αναμνήσεις και τη σημερινή εποχή με περιγραφές γεγονότων που συχνά κόβουν την ανάσα και υπενθυμίζουν σε όλους μας την οδυνηρή πλευρά της Ιστορίας που κυριολεκτικά χαράχτηκε επάνω σε τούτο τον τόπο.

Ο συγγραφέας περνά μέσα από το βλέμμα αυτού του παιδιού όλη τη βιωμένη εμπειρία εκείνης της περιόδου και το εύρημα αυτό είναι που δημιουργεί το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο μυθιστόρημα. Ο μικρός Περικλής, που η ψυχική ταραχή που του προκαλεί ο τραγικός φόνος των γονιών του μπροστά στα έμφοβα μάτια του τον καθιστά αδύναμο ακόμη και να μιλήσει, γίνεται ένα αντικείμενο αλλεπάλληλων και διαδοχικών τραυματικών εμπειριών που ο συγγραφέας περιγράφει με ωμότητα ακριβώς για να δείξει την σκληρότητα στην πλήρη διάσταση της. Ο Λίλλης προσεγγίζει το θέμα του εμφυλίου απογυμνώνοντας γλωσσικά τις βιαιοπραγίες ακριβώς για να καταφέρει να κάνει τον αναγνώστη να κοιτάξει, έντρομος κι αυτός, τις σελίδες της ντροπής της ελληνικής, μεταπολεμικής ιστορίας. Ωστόσο ο Λίλλης απεκδυόμενος την ποιητική του φύση και με την απόσταση που βιολογικά τον χωρίζει από την εποχή αυτή, μοιάζει να αναζητά και ο ίδιος απαντήσεις για θέματα καίρια που ταλάνισαν την ελληνική κοινωνία για δεκαετίες. Όπως ακριβώς κάνει και ο νεαρός φοιτητής που αναζητά στοιχεία για το διδακτορικό του σε ομολογουμένως κινηματογραφικής τεχνικής σκηνές που κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Όπως και προγενέστεροι από αυτόν συγγραφείς, με την ανάγκη πρωτίστως να διασφαλιστεί η ιστορική μνήμη στις επερχόμενες γενιές.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Μάρτιος 1948: ο δεκάχρονος Περικλής Αδάμος γίνεται μάρτυρας της στυγνής δολοφονίας των γονιών του από τους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Έχοντας χάσει τα πάντα, διαφεύγει με τους αντάρτες στα βουνά της Ευρυτανίας. Κυνηγημένος, κάτω από αντίξοες συνθήκες, θα ζήσει από κοντά το μίσος, τον φόβο, την απώλεια, τον πόνο, τον θάνατο.
Εξήντα χρόνια αργότερα, θα αφηγηθεί την ιστορία του σ' έναν νεαρό ερευνητή, αναζητώντας στη μνήμη του ανθρώπους, τόπους και γεγονότα.

Γραμμένο με γρήγορους ρυθμούς, σασπένς και κινηματογραφικό ρεαλισμό που καθηλώνει, το μυθιστόρημα παρακολουθεί τον αγώνα εκείνου του παιδιού να χτίσει από την αρχή τη ζωή του, παλεύοντας με τα φαντάσματα που στοίχειωσαν την ψυχή του.

Το βιβλίο του Γιώργου Λίλλη "Ίχνη στο χιόνι", κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.